προαστίων

προαστίων
προάστιον
suburb
neut gen pl
προάστιος
suburban
fem gen pl
προάστιος
suburban
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • άστυ — Τίτλος δύο εφημερίδων. 1. Εβδομαδιαία γελοιογραφική εφημερίδα που εκδιδόταν από το 1885 έως το 1889 στην Αθήνα πρώτα από τον Μπ. Άννινο και στη συνέχεια από τον Θ. Άννινο. Με την εφημερίδα αυτή συνεργάστηκαν κατά διαστήματα ο Γ. Σουρής, ο Δ.… …   Dictionary of Greek

  • προάστιο — Όνομα 4 οικισμών. 1. Hμιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ.), στην πρώην επαρχία Καλαμών, του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (10 τ. χλμ.), στην οποία υπάγονται και οι οικισμοί Νέο Προάστιο (υψόμ. 20 μ.) και Λάκκος (υψόμ. 280 μ.). 2.… …   Dictionary of Greek

  • Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Λαμπαδάριος, Δημήτριος — (Αθήνα 1893 – 1950). Γεωδαίτης, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός. Σπούδασε πολιτικός μηχανικός στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και γεωδαισία στο πολυτεχνείο της Δρέσδης. Υπηρέτησε στην τοπογραφική υπηρεσία της Βέρνης, στο υπουργείο Σιδηροδρόμων… …   Dictionary of Greek

  • Νάπολη — (Napoli). Πόλη (993.386 κάτ. το 2001) της νότιας Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας και της Καμπανίας. Είναι η τρίτη σε μέγεθος πόλη της χώρας μετά τη Ρώμη και το Μιλάνο, η Ν. αποτελεί τη μεγαλύτερη πόλη του Νότου. Η θέση της είναι… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Υόρκη — (New York). Πολιτεία (127.190 τ. χλμ., 19.011.378 κάτ. το 2001) των ΗΠΑ, στο διαμέρισμα του Μέσου Ατλαντικού. Είναι η πολυπληθέστερη αμερικανική μεγαλούπολη, καθώς επίσης και οικονομικό, ασφαλιστικό, βιομηχανικό, εμπορικό, τουριστικό, πολιτιστικό …   Dictionary of Greek

  • Νιούκαστλ — (Newcastle upon Tyne ή Newcastle on Tyne). Πόλη (185.700 κάτ. το 2003) της Μεγάλης Βρετανίας στη βορειοανατολική Αγγλία, πρωτεύουσα της κομητείας Νορθάμπερλαντ. Βρίσκεται στον ποταμό Τάιν, που είναι πλωτός έως τις εκβολές του, επί 12 χλμ., και σε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”